- τσιλιβήθρα
- η1. το μικρό πουλί «σεισοπυγίδα», η σουσουράδα, η τσικλαρίδα.2. μτφ., άνθρωπος μικροκαμωμένος και αδύνατος: Αυτή την τσιλιβήθρα παντρεύτηκε αυτός ο λεβέντης;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.