τσιλιβήθρα

τσιλιβήθρα
η
1. το μικρό πουλί «σεισοπυγίδα», η σουσουράδα, η τσικλαρίδα.
2. μτφ., άνθρωπος μικροκαμωμένος και αδύνατος: Αυτή την τσιλιβήθρα παντρεύτηκε αυτός ο λεβέντης;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιλιβήθρα — και τσιλιμπήθρα, η, Ν 1. σουσουράδα 2. μτφ. άνθρωπος μικρόσωμος και πολύ αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ciliz «ισχνός»] …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”